ψαμαθηδόν

ψαμαθηδόν
Α
επίρρ. σαν την άμμο, με μεγάλο πλήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμαθος «άμμος» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”